- διπτύχων
- δίπτυχοςdouble-foldedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
диптихъ — ДИПТИХ|Ъ (1*), А с. δίπτυχα Две соединенные между собою по краю доски, пластины или сложенные вдвое листы, на которых записывались имена живых и умерших для поминания на литургии: Еуфимии… поставленѹ ѥмѹ на ѥп(с)пьство Костѩнтинѩ града, кѹпно с… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PATRUM Canones — dictus Codex Canonum, Graece Βίβλος Κανόνων, alias Corpus Canonum, item Corpus Codicis Canonum; Post tempora enim Synodi Nicaenae primae, Ecclesia duplici iure uti coepit, divinâ, quod in S. Literis et canonicô, quod in Canonum Codice… … Hofmann J. Lexicon universale
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Επιφάνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (315; – 401). Φημιζόταν για τη γλωσσομάθεια και την ευρυμάθειά του καθώς και για τις επισκέψεις του σε πολλούς ξένους τόπους. Σε νεαρή ηλικία ασκήτεψε στην Αίγυπτο. Μετά… … Dictionary of Greek